κορφολογώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κορφολογώ < κορφή + -ο- + -λογώ

Προφορά

ΔΦΑ : /koɾ.fo.loˈɣo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κορφολογώ

Ρήμα

κορφολογώ

  1. (κυριολεκτικά) κόβω το επάνω μέρος των κλαδιών ή βλαστών ενός φυτού, προκειμένου να συμβάλλω στην ανάπτυξή του ή απλώς να τα συλλέξω
  2. (μεταφορικά) επιλέγω το καλύτερο

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.