κορφολόγημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κορφολόγημα | τα | κορφολογήματα |
| γενική | του | κορφολογήματος | των | κορφολογημάτων |
| αιτιατική | το | κορφολόγημα | τα | κορφολογήματα |
| κλητική | κορφολόγημα | κορφολογήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
κορφολόγημα ουδέτερο
- η ενέργεια του κορφολογώ
- το κόψιμο του ανώτερου τρυφερού μέρους των βλαστών
- το κορφολόγημα του αμπελιού
- (μεταφορικά) η επιλογή των καλύτερων δειγμάτων από ένα σύνολο
- Kαι είναι σχεδόν αόρατο πια, επειδή είναι τόσο κυρίαρχο, το ότι η διαρκής, ξέφρενη κατανάλωση, η ψυχοθεραπεία με shopping, το κορφολόγημα προϊόντων και γκάτζετ είναι μια μορφή υποδούλωσης. (Ν. Ξυδάκης, εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 7 Ιουλίου 2002)
Μεταφράσεις
κορφολόγημα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.