τρίκορφος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τρίκορφος | η | τρίκορφη | το | τρίκορφο |
| γενική | του | τρίκορφου | της | τρίκορφης | του | τρίκορφου |
| αιτιατική | τον | τρίκορφο | την | τρίκορφη | το | τρίκορφο |
| κλητική | τρίκορφε | τρίκορφη | τρίκορφο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τρίκορφοι | οι | τρίκορφες | τα | τρίκορφα |
| γενική | των | τρίκορφων | των | τρίκορφων | των | τρίκορφων |
| αιτιατική | τους | τρίκορφους | τις | τρίκορφες | τα | τρίκορφα |
| κλητική | τρίκορφοι | τρίκορφες | τρίκορφα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τρίκορφος < → λείπει η ετυμολογία
Συνώνυμα
Συγγενικά
- Τρίκορφο, Τρίκορφα (τοπωνύμιο)
Μεταφράσεις
τρίκορφος
|
|
Πηγές
- τρίκορφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.