κοινωνιοκεντρισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κοινωνιοκεντρισμός οι κοινωνιοκεντρισμοί
      γενική του κοινωνιοκεντρισμού των κοινωνιοκεντρισμών
    αιτιατική τον κοινωνιοκεντρισμό τους κοινωνιοκεντρισμούς
     κλητική κοινωνιοκεντρισμέ κοινωνιοκεντρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κοινωνιοκεντρισμός < κοινωνιοκεντρικός + -ισμός

Ουσιαστικό

κοινωνιοκεντρισμός αρσενικό

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.