αυθυπέρβαση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αυθυπέρβαση | οι | αυθυπερβάσεις |
| γενική | της | αυθυπέρβασης* | των | αυθυπερβάσεων |
| αιτιατική | την | αυθυπέρβαση | τις | αυθυπερβάσεις |
| κλητική | αυθυπέρβαση | αυθυπερβάσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αυθυπερβάσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αυθυπέρβαση < αυθ- + υπέρβαση, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική self-exceeding[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.fθiˈpeɾ.va.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐θυ‐πέρ‐βα‐ση
Ουσιαστικό
αυθυπέρβαση θηλυκό
- υπέρβαση του εαυτού, το ξεπέρασμα των αδυναμιών
- ※ Καλούμε την πολιτεία, με μια κίνηση "ανθυπέρβασης" ως προς την ειλικρίνεια των προθέσεών της, να επιληφθεί του προβληματικού αδιεξόδου (εφημερίδα Ριζοσπάστης Λιάνα Κανέλλη, «Πατριδογνωμόνιο», 2010.04.25.)
Συγγενικά
- αυθυπερβατικά (επίρρημα)
- αυθυπερβατικός
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.