ατομοκεντρισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ατομοκεντρισμός | οι | ατομοκεντρισμοί |
| γενική | του | ατομοκεντρισμού | των | ατομοκεντρισμών |
| αιτιατική | τον | ατομοκεντρισμό | τους | ατομοκεντρισμούς |
| κλητική | ατομοκεντρισμέ | ατομοκεντρισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ατομοκεντρισμός αρσενικό
- (φιλοσοφία, κοινωνιολογία) θεωρία και πρακτική που βάζει στο κέντρο ή θεωρεί σημαντικότερο το άτομο κι όχι την κοινωνία
- ※ O ατομοκεντρισμός φανερώνει δέσμευση στον πρωτογονισμό των ενστικτωδών ενορμήσεων, κυρίαρχη την ανάγκη κατασφάλισης (αυτοσυντήρησης – κυριαρχίας – ηδονής) του εγωτικού υποκειμένου, άρα πρωτεύουσα τη χρησιμότητα – ωφελιμότητα. O κοινωνιοκεντρισμός, αντίθετα, δηλώνει δυναμική ελευθερίας από το ένστικτο, προτεραιότητα της αυθυπέρβασης, της μετοχής, της προσφοράς, της αμοιβαιότητας. (εφ. Καθημερινή, 15.08.2016)
- ≠ αντώνυμα: κοινωνιοκεντρισμός
- εγωκεντρισμός
Μεταφράσεις
ατομοκεντρισμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.