κατασφάλιση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατασφάλιση οι κατασφαλίσεις
      γενική της κατασφάλισης* των κατασφαλίσεων
    αιτιατική την κατασφάλιση τις κατασφαλίσεις
     κλητική κατασφάλιση κατασφαλίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κατασφαλίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κατασφάλιση < κατασφαλίζω + -ση

Ουσιαστικό

κατασφάλιση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.