κλουβί

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κλουβί τα κλουβιά
      γενική του κλουβιού των κλουβιών
    αιτιατική το κλουβί τα κλουβιά
     κλητική κλουβί κλουβιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κλουβί < μεσαιωνική ελληνική κλουβί(ν) < κλουβίον < ελληνιστική κοινή κλωβίον < αρχαία ελληνική κλωβός

Προφορά

ΔΦΑ : /kluˈvi/

Ουσιαστικό

κλουβί ουδέτερο

  1. μικρή (ή και μεγαλύτερη) κατασκευή, κατασκευασμένη από χοντρά σύρματα ή άλλα υλικά, εντός της οποίας περιορίζονται πουλιά ή ζώα
  2. (μεταφορικά) μικρή κατοικία που περιορίζει τους ενοίκους της κι εντός της οποίας ασφυκτιούν

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.