αυτεγκλωβισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αυτεγκλωβισμένος | η | αυτεγκλωβισμένη | το | αυτεγκλωβισμένο |
| γενική | του | αυτεγκλωβισμένου | της | αυτεγκλωβισμένης | του | αυτεγκλωβισμένου |
| αιτιατική | τον | αυτεγκλωβισμένο | την | αυτεγκλωβισμένη | το | αυτεγκλωβισμένο |
| κλητική | αυτεγκλωβισμένε | αυτεγκλωβισμένη | αυτεγκλωβισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αυτεγκλωβισμένοι | οι | αυτεγκλωβισμένες | τα | αυτεγκλωβισμένα |
| γενική | των | αυτεγκλωβισμένων | των | αυτεγκλωβισμένων | των | αυτεγκλωβισμένων |
| αιτιατική | τους | αυτεγκλωβισμένους | τις | αυτεγκλωβισμένες | τα | αυτεγκλωβισμένα |
| κλητική | αυτεγκλωβισμένοι | αυτεγκλωβισμένες | αυτεγκλωβισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
αυτεγκλωβισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.