απεγκλωβισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | απεγκλωβισμός | οι | απεγκλωβισμοί |
| γενική | του | απεγκλωβισμού | των | απεγκλωβισμών |
| αιτιατική | τον | απεγκλωβισμό | τους | απεγκλωβισμούς |
| κλητική | απεγκλωβισμέ | απεγκλωβισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- απεγκλωβισμός < απεγκλωβίζω + -ισμός
Μεταφράσεις
απεγκλωβισμός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.