εγκλώβιση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εγκλώβιση οι εγκλωβίσεις
      γενική της εγκλώβισης* των εγκλωβίσεων
    αιτιατική την εγκλώβιση τις εγκλωβίσεις
     κλητική εγκλώβιση εγκλωβίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εγκλωβίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εγκλώβιση < εγκλωβίζω + -ση

Ουσιαστικό

εγκλώβιση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.