αυτοεγκλωβίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αυτοεγκλωβίζομαι < αυτο- + εγκλωβίζομαι
Συγγενικά
- αυτεγκλωβισμένος
- → δείτε τη λέξη κλουβί
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αυτοεγκλωβίζομαι | αυτοεγκλωβιζόμουν(α) | θα αυτοεγκλωβίζομαι | να αυτοεγκλωβίζομαι | ||
| β' ενικ. | αυτοεγκλωβίζεσαι | αυτοεγκλωβιζόσουν(α) | θα αυτοεγκλωβίζεσαι | να αυτοεγκλωβίζεσαι | (αυτοεγκλωβίζου) | |
| γ' ενικ. | αυτοεγκλωβίζεται | αυτοεγκλωβιζόταν(ε) | θα αυτοεγκλωβίζεται | να αυτοεγκλωβίζεται | ||
| α' πληθ. | αυτοεγκλωβιζόμαστε | αυτοεγκλωβιζόμαστε αυτοεγκλωβιζόμασταν |
θα αυτοεγκλωβιζόμαστε | να αυτοεγκλωβιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | αυτοεγκλωβίζεστε | αυτοεγκλωβιζόσαστε αυτοεγκλωβιζόσασταν |
θα αυτοεγκλωβίζεστε | να αυτοεγκλωβίζεστε | (αυτοεγκλωβίζεστε) | |
| γ' πληθ. | αυτοεγκλωβίζονται | αυτοεγκλωβίζονταν αυτοεγκλωβιζόντουσαν |
θα αυτοεγκλωβίζονται | να αυτοεγκλωβίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αυτοεγκλωβίστηκα | θα αυτοεγκλωβιστώ | να αυτοεγκλωβιστώ | αυτοεγκλωβιστεί | ||
| β' ενικ. | αυτοεγκλωβίστηκες | θα αυτοεγκλωβιστείς | να αυτοεγκλωβιστείς | αυτοεγκλωβίσου | ||
| γ' ενικ. | αυτοεγκλωβίστηκε | θα αυτοεγκλωβιστεί | να αυτοεγκλωβιστεί | |||
| α' πληθ. | αυτοεγκλωβιστήκαμε | θα αυτοεγκλωβιστούμε | να αυτοεγκλωβιστούμε | |||
| β' πληθ. | αυτοεγκλωβιστήκατε | θα αυτοεγκλωβιστείτε | να αυτοεγκλωβιστείτε | αυτοεγκλωβιστείτε | ||
| γ' πληθ. | αυτοεγκλωβίστηκαν αυτοεγκλωβιστήκαν(ε) |
θα αυτοεγκλωβιστούν(ε) | να αυτοεγκλωβιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αυτοεγκλωβιστεί | είχα αυτοεγκλωβιστεί | θα έχω αυτοεγκλωβιστεί | να έχω αυτοεγκλωβιστεί | αυτοεγκλωβισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις αυτοεγκλωβιστεί | είχες αυτοεγκλωβιστεί | θα έχεις αυτοεγκλωβιστεί | να έχεις αυτοεγκλωβιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αυτοεγκλωβιστεί | είχε αυτοεγκλωβιστεί | θα έχει αυτοεγκλωβιστεί | να έχει αυτοεγκλωβιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αυτοεγκλωβιστεί | είχαμε αυτοεγκλωβιστεί | θα έχουμε αυτοεγκλωβιστεί | να έχουμε αυτοεγκλωβιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αυτοεγκλωβιστεί | είχατε αυτοεγκλωβιστεί | θα έχετε αυτοεγκλωβιστεί | να έχετε αυτοεγκλωβιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αυτοεγκλωβιστεί | είχαν αυτοεγκλωβιστεί | θα έχουν αυτοεγκλωβιστεί | να έχουν αυτοεγκλωβιστεί | ||
Μεταφράσεις
αυτοεγκλωβίζομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.