κλωβοστοιχία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κλωβοστοιχία οι κλωβοστοιχίες
      γενική της κλωβοστοιχίας των κλωβοστοιχιών
    αιτιατική την κλωβοστοιχία τις κλωβοστοιχίες
     κλητική κλωβοστοιχία κλωβοστοιχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κλωβοστοιχία < κλωβός + -ο- + -στοιχία

Ουσιαστικό

κλωβοστοιχία θηλυκό

  1. μια σειρά από κλουβιά
  2. (ειδικότερα) σειρά από ατομικά κλουβιά στα οποία παραμένουν μόνιμα έγκλειστες κότες και χρησιμοποιούνται κυρίως για παραγωγή αβγών
      Στην Κύπρο τα βρώσιμα αβγά παράγονται σε εγκαταστάσεις όπου χρησιμοποιείται, ως επί το πλείστον, το σύστημα εκτροφής σε κλωβοστοιχία. [1]
      Τα αυγά κλωβοστοιχίας περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων στη λίστα των 51 προϊόντων από 31 κατηγορίες για το «καλάθι του νοικοκυριού» των σούπερ μάρκετ. (…) Η κλωβοστοιχία είναι μία σειρά από κλουβιά, η οποία έχει μέσα έγκλειστες τις κότες, που δεν διαθέτουν ωστόσο φωλιά για να γεννήσουν τα αυγά, ούτε κούρνια για να κοιμηθούν. (www.lifo.gr, 12.10.2022)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.