εγκλωβισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | εγκλωβισμός | οι | εγκλωβισμοί |
| γενική | του | εγκλωβισμού | των | εγκλωβισμών |
| αιτιατική | τον | εγκλωβισμό | τους | εγκλωβισμούς |
| κλητική | εγκλωβισμέ | εγκλωβισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
εγκλωβισμός αρσενικό
- το αποτέλεσμα του εγκλωβίζω / εγκλωβίζομαι
- (φυσική) το γεγονός ότι τα κουάρκ δεν παρατηρούνται ποτέ απομονωμένα, περιορισμός των κουάρκ
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
εγκλωβισμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.