εγκλωβισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εγκλωβισμός οι εγκλωβισμοί
      γενική του εγκλωβισμού των εγκλωβισμών
    αιτιατική τον εγκλωβισμό τους εγκλωβισμούς
     κλητική εγκλωβισμέ εγκλωβισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εγκλωβισμός < εγκλωβίζω + -μός

Ουσιαστικό

εγκλωβισμός αρσενικό

  1. το αποτέλεσμα του εγκλωβίζω / εγκλωβίζομαι
  2. (φυσική) το γεγονός ότι τα κουάρκ δεν παρατηρούνται ποτέ απομονωμένα, περιορισμός των κουάρκ

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.