εγκλωβίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εγκλωβίζω < (εν) εγ- + κλωβός + -ίζω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική encager[1])
Ρήμα
εγκλωβίζω (παθητική φωνή: εγκλωβίζομαι)
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κλουβί
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εγκλωβίζω | εγκλώβιζα | θα εγκλωβίζω | να εγκλωβίζω | εγκλωβίζοντας | |
| β' ενικ. | εγκλωβίζεις | εγκλώβιζες | θα εγκλωβίζεις | να εγκλωβίζεις | εγκλώβιζε | |
| γ' ενικ. | εγκλωβίζει | εγκλώβιζε | θα εγκλωβίζει | να εγκλωβίζει | ||
| α' πληθ. | εγκλωβίζουμε | εγκλωβίζαμε | θα εγκλωβίζουμε | να εγκλωβίζουμε | ||
| β' πληθ. | εγκλωβίζετε | εγκλωβίζατε | θα εγκλωβίζετε | να εγκλωβίζετε | εγκλωβίζετε | |
| γ' πληθ. | εγκλωβίζουν(ε) | εγκλώβιζαν εγκλωβίζαν(ε) |
θα εγκλωβίζουν(ε) | να εγκλωβίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εγκλώβισα | θα εγκλωβίσω | να εγκλωβίσω | εγκλωβίσει | ||
| β' ενικ. | εγκλώβισες | θα εγκλωβίσεις | να εγκλωβίσεις | εγκλώβισε | ||
| γ' ενικ. | εγκλώβισε | θα εγκλωβίσει | να εγκλωβίσει | |||
| α' πληθ. | εγκλωβίσαμε | θα εγκλωβίσουμε | να εγκλωβίσουμε | |||
| β' πληθ. | εγκλωβίσατε | θα εγκλωβίσετε | να εγκλωβίσετε | εγκλωβίστε | ||
| γ' πληθ. | εγκλώβισαν εγκλωβίσαν(ε) |
θα εγκλωβίσουν(ε) | να εγκλωβίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω εγκλωβίσει | είχα εγκλωβίσει | θα έχω εγκλωβίσει | να έχω εγκλωβίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις εγκλωβίσει | είχες εγκλωβίσει | θα έχεις εγκλωβίσει | να έχεις εγκλωβίσει | έχε εγκλωβισμένο | |
| γ' ενικ. | έχει εγκλωβίσει | είχε εγκλωβίσει | θα έχει εγκλωβίσει | να έχει εγκλωβίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε εγκλωβίσει | είχαμε εγκλωβίσει | θα έχουμε εγκλωβίσει | να έχουμε εγκλωβίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε εγκλωβίσει | είχατε εγκλωβίσει | θα έχετε εγκλωβίσει | να έχετε εγκλωβίσει | έχετε εγκλωβισμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν εγκλωβίσει | είχαν εγκλωβίσει | θα έχουν εγκλωβίσει | να έχουν εγκλωβίσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) εγκλωβισμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) εγκλωβισμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) εγκλωβισμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) εγκλωβισμένο | |||||
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εγκλωβίζομαι | εγκλωβιζόμουν(α) | θα εγκλωβίζομαι | να εγκλωβίζομαι | ||
| β' ενικ. | εγκλωβίζεσαι | εγκλωβιζόσουν(α) | θα εγκλωβίζεσαι | να εγκλωβίζεσαι | (εγκλωβίζου) | |
| γ' ενικ. | εγκλωβίζεται | εγκλωβιζόταν(ε) | θα εγκλωβίζεται | να εγκλωβίζεται | ||
| α' πληθ. | εγκλωβιζόμαστε | εγκλωβιζόμαστε εγκλωβιζόμασταν |
θα εγκλωβιζόμαστε | να εγκλωβιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | εγκλωβίζεστε | εγκλωβιζόσαστε εγκλωβιζόσασταν |
θα εγκλωβίζεστε | να εγκλωβίζεστε | (εγκλωβίζεστε) | |
| γ' πληθ. | εγκλωβίζονται | εγκλωβίζονταν εγκλωβιζόντουσαν |
θα εγκλωβίζονται | να εγκλωβίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εγκλωβίστηκα | θα εγκλωβιστώ | να εγκλωβιστώ | εγκλωβιστεί | ||
| β' ενικ. | εγκλωβίστηκες | θα εγκλωβιστείς | να εγκλωβιστείς | εγκλωβίσου | ||
| γ' ενικ. | εγκλωβίστηκε | θα εγκλωβιστεί | να εγκλωβιστεί | |||
| α' πληθ. | εγκλωβιστήκαμε | θα εγκλωβιστούμε | να εγκλωβιστούμε | |||
| β' πληθ. | εγκλωβιστήκατε | θα εγκλωβιστείτε | να εγκλωβιστείτε | εγκλωβιστείτε | ||
| γ' πληθ. | εγκλωβίστηκαν εγκλωβιστήκαν(ε) |
θα εγκλωβιστούν(ε) | να εγκλωβιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω εγκλωβιστεί | είχα εγκλωβιστεί | θα έχω εγκλωβιστεί | να έχω εγκλωβιστεί | εγκλωβισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις εγκλωβιστεί | είχες εγκλωβιστεί | θα έχεις εγκλωβιστεί | να έχεις εγκλωβιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει εγκλωβιστεί | είχε εγκλωβιστεί | θα έχει εγκλωβιστεί | να έχει εγκλωβιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε εγκλωβιστεί | είχαμε εγκλωβιστεί | θα έχουμε εγκλωβιστεί | να έχουμε εγκλωβιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε εγκλωβιστεί | είχατε εγκλωβιστεί | θα έχετε εγκλωβιστεί | να έχετε εγκλωβιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν εγκλωβιστεί | είχαν εγκλωβιστεί | θα έχουν εγκλωβιστεί | να έχουν εγκλωβιστεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι εγκλωβισμένος - είμαστε, είστε, είναι εγκλωβισμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν εγκλωβισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν εγκλωβισμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι εγκλωβισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι εγκλωβισμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι εγκλωβισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι εγκλωβισμένοι | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.