συνεχιστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συνεχιστής οι συνεχιστές
      γενική του συνεχιστή των συνεχιστών
    αιτιατική τον συνεχιστή τους συνεχιστές
     κλητική συνεχιστή συνεχιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συνεχιστής < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

συνεχιστής αρσενικό

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.