γενεά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γενεά οι γενεές
      γενική της γενεάς των γενεών
    αιτιατική τη γενεά τις γενεές
     κλητική γενεά γενεές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γενεά < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γενεά

Ουσιαστικό

γενεά θηλυκό

  1. η γενιά, οι άνθρωποι που ανήκουν σε μια ηλικιακή ομάδα
    το χάσμα των γενεών
  2. το διάστημα μιας γενιάς, περίπου μία τριακονταετία ή το ένα τρίτο του αιώνα, η περίοδος από τη γέννηση κάποιου μέχρι την ηλικία των 30-32 ετών, οπότε τα παιδιά του (ή τα παιδιά των συνομηλίκων του) είναι σε φάση που μαθαίνουν πώς θα πάρουν τη σκυτάλη από τη γενιά των γονέων τους, πώς θα έρθουν σύντομα εκείνα "στα πράγματα'
  3. βαθμός συγγένειας

Εκφράσεις

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

γενεά' < ρίζα γεν του ρήματος γίγνομαι

Ουσιαστικό

γενεά θηλυκό ( & ιωνικός τύπος γενεή )

  1. οικογένεια, καταγωγή
    Πριάμου γενεά
  2. καταγωγή
    Αἰτωλὸς γενεήν (Αιτωλος από καταγωγή)
  3. εθνικότητα
    Περσῶν γενεά (το γένος)
  4. φυλή
    πατριὰ καὶ γενεά
  5. οι θνητοί, η ιστορία των ανθρώπων, σε αντιδιαστολή προς των θεών, το ανθρώπινο είδος
    γενεά ἀνθρωπηΐη (Ηρόδοτος)
  6. τρόπος χρονολόγησης
  7. κατὰ τρίτην γενεὴν τὴν ἀπ᾽ ἐμέο (πριν από 100 χρόνια)
  8. ηλικία
    γενεῆφι νεώτατος
  9. γέννηση, τόπος γέννησης
    γενεὴ δέ τοί ἐστ᾽ ἐπὶ λίμνῃ Γυγαίῃ
  10. γενιά (τρεις γενεές ήταν και παραμένει το διάστημα ενός αιώνα)

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.