κληρονομητήριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κληρονομητήριο τα κληρονομητήρια
      γενική του κληρονομητήριου
& κληρονομητηρίου
των κληρονομητήριων
& κληρονομητηρίων
    αιτιατική το κληρονομητήριο τα κληρονομητήρια
     κλητική κληρονομητήριο κληρονομητήρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κληρονομητήριο < κληρονομώ + -τήριο

Ουσιαστικό

κληρονομητήριο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.