κλεψίγαμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κλεψίγαμος | η | κλεψίγαμη | το | κλεψίγαμο |
| γενική | του | κλεψίγαμου | της | κλεψίγαμης | του | κλεψίγαμου |
| αιτιατική | τον | κλεψίγαμο | την | κλεψίγαμη | το | κλεψίγαμο |
| κλητική | κλεψίγαμε | κλεψίγαμη | κλεψίγαμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κλεψίγαμοι | οι | κλεψίγαμες | τα | κλεψίγαμα |
| γενική | των | κλεψίγαμων | των | κλεψίγαμων | των | κλεψίγαμων |
| αιτιατική | τους | κλεψίγαμους | τις | κλεψίγαμες | τα | κλεψίγαμα |
| κλητική | κλεψίγαμοι | κλεψίγαμες | κλεψίγαμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κλεψίγαμος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κλεψίγαμος. Μορφολογικά αναλύεται σε κλεψί- + γάμος
Προφορά
- ΔΦΑ : /kleˈpsi.ɣa.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλε‐ψί‐γα‐μος
Πηγές
- κλεψίγαμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- κλεψίγαμος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| κλεψῐγᾰμο- | ||||||
| ονομαστική | ὁ/ἡ | κλεψίγαμος | τὸ | κλεψίγαμον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | κλεψιγάμου | τοῦ | κλεψιγάμου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | κλεψιγάμῳ | τῷ | κλεψιγάμῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | κλεψίγαμον | τὸ | κλεψίγαμον | ||
| κλητική ὦ! | κλεψίγαμε | κλεψίγαμον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | κλεψίγαμοι | τὰ | κλεψίγαμᾰ | ||
| γενική | τῶν | κλεψιγάμων | τῶν | κλεψιγάμων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | κλεψιγάμοις | τοῖς | κλεψιγάμοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | κλεψιγάμους | τὰ | κλεψίγαμᾰ | ||
| κλητική ὦ! | κλεψίγαμοι | κλεψίγαμᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κλεψιγάμω | τὼ | κλεψιγάμω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | κλεψιγάμοιν | τοῖν | κλεψιγάμοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κλεψίγαμος (ελληνιστική κοινή) < (αρχαία ελληνική κλέπτω) κλεψί- + -γαμος
Πηγές
- κλεψίγαμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.