μοιχός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μοιχός | οι | μοιχοί |
| γενική | του | μοιχού | των | μοιχών |
| αιτιατική | τον | μοιχό | τους | μοιχούς |
| κλητική | μοιχέ | μοιχοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μοιχός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μοιχός
Ουσιαστικό
μοιχός αρσενικό (θηλυκό μοιχαλίδα)
- αυτός που διέπραξε μοιχεία, που, ενώ είναι παντρεμένος (νυμφευμένος), ήρθε σε σεξουαλική επαφή με άλλη γυναίκα
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ετυμολογία
μοιχός < → λείπει η ετυμολογία
- (λατινικά) moechus
Πηγές
- μοιχός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μοιχός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.