vacuum
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| vacuum | vacuums |
vacuum (en)
- το κενό
- η ηλεκτρική σκούπα
- (φυσική) το κενό (χώρος χωρίς ύλη)
Πολυλεκτικοί όροι
Εκφράσεις
Σύνθετα
- vacuum-packed: συσκευασμένος εν κενώ
Ρήμα
| ενεστώτας | vacuum |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | vacuums |
| αόριστος | vacuumed |
| παθητική μετοχή | vacuumed |
| ενεργητική μετοχή | vacuuming |
vacuum (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) περνάω με την ηλεκτρική σκούπα
- ↪ I vacuum the room.
- Περνώ το δωμάτιο με την ηλεκτρική σκούπα.
- ↪ I vacuum the room.
Πηγές
- vacuum (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- vacuum (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 692-695. ISBN 9780194325684., λήμμα: περνώ
Λατινικά (la)
Ετυμολογία
- vacuum < vacue-facio= κενώ γ΄ συζ.
Πολυλεκτικοί όροι
- vacuum re ή ab re έρημος, γυμνός από κάτι
- vacuum animus, νους αππαλαγμένος από φροντίδες
- vacuum aures, μτφ. αυτιά αναπεπταμένα
- vacuum civitas, πόλη σχολάζουσα, χωρίς πόλεμο
- vacuum equus, ίππος χωρίς αναβάτη
- vacuum in vacuum, σε αδέσποτο κτήμα (νομ. όρος)
- vacuum mulier, άγαμος, χωρίς συζυγο
- vacuum oppidium, πόλη χωρίς φυλακή
- vacuum provincia, επαρχία χηρεύουσα
Εκφράσεις
- a tributis, ελεύθερος, χωρίς δασμούς
- «domum-am iacio novis nupitis (novo matrimonio), την οικίαν αδειάζω ή ανδρός ή γυναικός (για σύναψη νέου γάμου) νομ. όρος.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.