κεντητός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κεντητός | η | κεντητή | το | κεντητό |
| γενική | του | κεντητού | της | κεντητής | του | κεντητού |
| αιτιατική | τον | κεντητό | την | κεντητή | το | κεντητό |
| κλητική | κεντητέ | κεντητή | κεντητό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κεντητοί | οι | κεντητές | τα | κεντητά |
| γενική | των | κεντητών | των | κεντητών | των | κεντητών |
| αιτιατική | τους | κεντητούς | τις | κεντητές | τα | κεντητά |
| κλητική | κεντητοί | κεντητές | κεντητά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κεντητός < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κεντητός [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /cen.diˈtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐ντη‐τός
Επίθετο
κεντητός, -ή, -ό
- άλλη μορφή του κεντημένος
- ※ Εκείνος θύμωσε, χτύπησε και το χέρι του στο τραπέζι, χύθηκε η σάλτσα στο κεντητό τραπεζομάντιλο και στεναχωρέθηκε η μητέρα. (Τατιάνα Γκρίτση-Μιλλιέξ (1988) Από την άλλη όχθη του χρόνου [μυθιστόρημα])
- άλλες μορφές: κεντιστός (του κεντίζω)
- ≈ συνώνυμα: κεντημένος
- ≠ αντώνυμα: ακέντητος
Σύνθετα
- Λήμματα με 'κεντητός' στο Βικιλεξικό
- -κέντητος
- Λήμματα με '-κέντητος' στο Βικιλεξικό
- λήγουν σε -κεντητος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
όπως χρυσοκέντητος, χρυσοκεντητός
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κεντάω
Μεταφράσεις
κεντητός
|
Αναφορές
- κεντητός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | κεντητός | ἡ | κεντητή | τὸ | κεντητόν |
| γενική | τοῦ | κεντητοῦ | τῆς | κεντητῆς | τοῦ | κεντητοῦ |
| δοτική | τῷ | κεντητῷ | τῇ | κεντητῇ | τῷ | κεντητῷ |
| αιτιατική | τὸν | κεντητόν | τὴν | κεντητήν | τὸ | κεντητόν |
| κλητική ὦ! | κεντητέ | κεντητή | κεντητόν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | κεντητοί | αἱ | κεντηταί | τὰ | κεντητᾰ́ |
| γενική | τῶν | κεντητῶν | τῶν | κεντητῶν | τῶν | κεντητῶν |
| δοτική | τοῖς | κεντητοῖς | ταῖς | κεντηταῖς | τοῖς | κεντητοῖς |
| αιτιατική | τοὺς | κεντητούς | τὰς | κεντητᾱ́ς | τὰ | κεντητᾰ́ |
| κλητική ὦ! | κεντητοί | κεντηταί | κεντητᾰ́ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κεντητώ | τὼ | κεντητᾱ́ | τὼ | κεντητώ |
| γεν-δοτ | τοῖν | κεντητοῖν | τοῖν | κεντηταῖν | τοῖν | κεντητοῖν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κεντητός (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική κεντέω, κεντη- + -τός
Επίθετο
κεντητός, -ή, -όν
- (ελληνιστική κοινή)
- κεντημένος, κεντητός (για ύφασμα)
- διακοσμημένος (όπως για μωσαϊκό)
Σύνθετα
- ἀκέντητος
- διακέντητος
- νεοκέντητος
- πολυκέντητος
Πηγές
- κεντητός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.