κεντίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κεντίζω < μετάπλαση του κεντ(ώ) + -ίζω [1][2]

Προφορά

ΔΦΑ : /cenˈdi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κεντίζω

Ρήμα

κεντίζω, αόρ.: κέντισα, παθ.φωνή: κεντίζομαι, π.αόρ.: κεντίστηκα, μτχ.π.π.: κεντισμένος

Συγγενικά

  • κέντισμα
  • κεντισμένος & σύνθετα
  • κεντιστήρι
  • κεντιστός

 και δείτε τη λέξη κεντάω

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 19811994, έκδοση: 2013.
  2. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.