ακέντητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακέντητος η ακέντητη το ακέντητο
      γενική του ακέντητου της ακέντητης του ακέντητου
    αιτιατική τον ακέντητο την ακέντητη το ακέντητο
     κλητική ακέντητε ακέντητη ακέντητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακέντητοι οι ακέντητες τα ακέντητα
      γενική των ακέντητων των ακέντητων των ακέντητων
    αιτιατική τους ακέντητους τις ακέντητες τα ακέντητα
     κλητική ακέντητοι ακέντητες ακέντητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ακέντητος < α- στερητικό + (κεντώ) κεντη- + -τος (δεν έχει σχέση με την αρχαία ελληνική ἀκέντητος 'άλογο που δεν χρειάζεται σπιρούνια')

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈcen.di.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ακέντητος

Επίθετο

ακέντητος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.