καυστήρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | καυστήρας | οι | καυστήρες |
| γενική | του | καυστήρα | των | καυστήρων |
| αιτιατική | τον | καυστήρα | τους | καυστήρες |
| κλητική | καυστήρα | καυστήρες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

συνηθισμένος καυστήρας (1) καλοριφέρ
Ετυμολογία
- καυστήρας < αρχαία ελληνική καυστήρ
Ουσιαστικό
καυστήρας αρσενικό
Σημειώσεις
- υφίστανται τρία είδη καυστήρων: καυστήρας πετρελαίου, καυστήρας καρβουνόσκονης και καυστήρας αερίων καυσίμων
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.