κυκλοφορητής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κυκλοφορητής | οι | κυκλοφορητές |
| γενική | του | κυκλοφορητή | των | κυκλοφορητών |
| αιτιατική | τον | κυκλοφορητή | τους | κυκλοφορητές |
| κλητική | κυκλοφορητή | κυκλοφορητές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κυκλοφορητής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
κυκλοφορητής αρσενικό
- μηχανισμός που χρησιμοποιείται σε συστήματα κεντρικής θέρμανσης για να μεταφέρει το νερό από τον λέβητα στο υπόλοιπο σύστημα
- κύριε διαχειριστά, μη μου πείτε πάλι ότι φταίει ο κυκλοφορητής που δεν ζεσταινόμαστε εμείς του τελευταίου πατώματος, αφού ανάψατε το καλοριφέρ μόνο δύο ώρες
Μεταφράσεις
κυκλοφορητής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.