καυτήρας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καυτήρας οι καυτήρες
      γενική του καυτήρα των καυτήρων
    αιτιατική τον καυτήρα τους καυτήρες
     κλητική καυτήρα καυτήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καυτήρας < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική cautère < ελληνιστική κοινή καυτήρ < αρχαία ελληνική καίω

Ουσιαστικό

καυτήρας αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.