καυστηρατζής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καυστηρατζής οι καυστηρατζήδες
      γενική του καυστηρατζή των καυστηρατζήδων
    αιτιατική τον καυστηρατζή τους καυστηρατζήδες
     κλητική καυστηρατζή καυστηρατζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καυστηρατζής < καυστήρας + -τζής

Ουσιαστικό

καυστηρατζής αρσενικό

  1. (επάγγελμα) γενικά τεχνίτης ειδικευμένος σε καυστήρες μηχανών
  2. ειδικότερα τεχνίτης που επιδιορθώνει ή συντηρεί τον καυστήρα του καλοριφέρ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.