καυστηρατζής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | καυστηρατζής | οι | καυστηρατζήδες |
| γενική | του | καυστηρατζή | των | καυστηρατζήδων |
| αιτιατική | τον | καυστηρατζή | τους | καυστηρατζήδες |
| κλητική | καυστηρατζή | καυστηρατζήδες | ||
| Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
καυστηρατζής αρσενικό
- (επάγγελμα) γενικά τεχνίτης ειδικευμένος σε καυστήρες μηχανών
- ειδικότερα τεχνίτης που επιδιορθώνει ή συντηρεί τον καυστήρα του καλοριφέρ
Μεταφράσεις
καυστηρατζής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.