κατσαρολάκι

Νέα ελληνικά (el)

κατσαρολάκι (1) με χέρι
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κατσαρολάκι τα κατσαρολάκια
      γενική
    αιτιατική το κατσαρολάκι τα κατσαρολάκια
     κλητική κατσαρολάκι κατσαρολάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κατσαρολάκι < υποκοριστικό του κατσαρόλα

Ουσιαστικό

κατσαρολάκι ουδέτερο

  • (κουζινικά) μικρή κατσαρόλα

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κατσαρόλα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.