κατσαρολικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κατσαρολικό | τα | κατσαρολικά |
| γενική | του | κατσαρολικού | των | κατσαρολικών |
| αιτιατική | το | κατσαρολικό | τα | κατσαρολικά |
| κλητική | κατσαρολικό | κατσαρολικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κατσαρολικό < κατσαρόλα
Ουσιαστικό
κατσαρολικό ουδέτερο
- (κουζινικά) γενική ονομασία για αντικείμενο που χρησιμοποιείται στη μαγειρική, στο οποίο τοποθετείται περιεχόμενο για βράσιμο ή τηγάνισμα (κατσαρόλα, τηγάνι κλπ)
- έβαλες όλα τα κατσαρολικά στο πιο ψηλό ντουλάπι και δεν τα φτάνω όταν τα χρειάζομαι
Μεταφράσεις
κατσαρολικό
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.