labos

Λατινικά (la)

Ετυμολογία

labos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *lāb-

Ουσιαστικό

labos αρσενικό (παλιότερη μορφή του labor)

  1. κόπος, μόχθος
  2. εργασία
  3. φιλοπονία
  4. ταλαιπωρία
  5. άλγος, πόνος
  6. νόσος
  7. πάθος

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική labos laborēs
γενική laboris laborum
δοτική laborī laboribus
αιτιατική laborem laborēs
κλητική labos laborēs
αφαιρετική labore laboribus
(γ' κλίση)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.