προληπτικό κατηγορούμενο

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προληπτικό κατηγορούμενο <  δείτε τη λέξη προληπτικός (στη σημασία: προκαταβολικός) & κατηγορούμενο (όρος συντακτικού)

Πολυλεκτικός όρος

προληπτικό κατηγορούμενο ουδέτερο

  • (γραμματική) κατηγορούμενο που εκ των προτέρων δηλώνει το αποτέλεσμα της ενέργειας κάποιου ρήματος
    χρειάζεται παράδειγμα με σύγκριση 2 όμοιων προτάσεων για τη διαφορά κατηγορουμένου - προληπτικού κατηγορουμένου
    ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ «Η Ελένη σπουδάζει δικηγόρος» η λέξη δικηγόρος είναι προληπτικό κατηγορούμενο στη λέξη Ελένη
    ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ Στην πρόταση «Ὁ Ἀσωπὸς ποταμὸς ἐρρύη μέγας» (:Ο Ασωπός ποταμός πλημμύρισε, με αποτέλεσμα να γίνει μεγάλος, αδιάβατος) η λέξη μέγας είναι προληπτικό κατηγορούμενο στη λέξη ποταμός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.