κατεδαφισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατεδαφισμένος η κατεδαφισμένη το κατεδαφισμένο
      γενική του κατεδαφισμένου της κατεδαφισμένης του κατεδαφισμένου
    αιτιατική τον κατεδαφισμένο την κατεδαφισμένη το κατεδαφισμένο
     κλητική κατεδαφισμένε κατεδαφισμένη κατεδαφισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατεδαφισμένοι οι κατεδαφισμένες τα κατεδαφισμένα
      γενική των κατεδαφισμένων των κατεδαφισμένων των κατεδαφισμένων
    αιτιατική τους κατεδαφισμένους τις κατεδαφισμένες τα κατεδαφισμένα
     κλητική κατεδαφισμένοι κατεδαφισμένες κατεδαφισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κατεδαφισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κατεδαφίζω

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.te.ða.fiˈzme.nos/

Μετοχή

κατεδαφισμένος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.