φτιάξιμο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | φτιάξιμο | τα | φτιαξίματα |
| γενική | του | φτιαξίματος | των | φτιαξιμάτων |
| αιτιατική | το | φτιάξιμο | τα | φτιαξίματα |
| κλητική | φτιάξιμο | φτιαξίματα | ||
| Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φτιάξιμο < φτιάχνω
Ουσιαστικό
φτιάξιμο ουδέτερο και φτιάσιμο
- η επιδιόρθωση, η επισκευή
- η κατασκευή
- η λήψη δόσης από ναρκομανή για να φτιαχτεί
Μεταφράσεις
χρήση ναρκωτικών
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.