σιδηροκατασκευή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σιδηροκατασκευή | οι | σιδηροκατασκευές |
| γενική | της | σιδηροκατασκευής | των | σιδηροκατασκευών |
| αιτιατική | τη | σιδηροκατασκευή | τις | σιδηροκατασκευές |
| κλητική | σιδηροκατασκευή | σιδηροκατασκευές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
σιδηροκατασκευή θηλυκό
Μεταφράσεις
σιδηροκατασκευή
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.