σιδηροκατασκευή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σιδηροκατασκευή οι σιδηροκατασκευές
      γενική της σιδηροκατασκευής των σιδηροκατασκευών
    αιτιατική τη σιδηροκατασκευή τις σιδηροκατασκευές
     κλητική σιδηροκατασκευή σιδηροκατασκευές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σιδηροκατασκευή < σίδηρος + κατασκευή

Ουσιαστικό

σιδηροκατασκευή θηλυκό

  1. κτήριο του οποίου η δομή είναι μεταλλική
  2. γενικό όνομα για δομικά στοιχεία από μέταλλο, συνήθως ατσάλι (κολόνες, δοκάρια, κ.α.)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.