καταντάω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καταντάω < καταντ(ώ) + νεότερο επίθημα -άω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική καταντῶ (φθάνω κάπου, ελληνιστική σημασία: «έχω σαν αποτέλεσμα», μεσαιωνική σημασία: «φτάνω σε κατάσταση»), συνηρημένος τύπος του καταντάω < κατ- + ἀντῶ / ἀντάω

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.tanˈda.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καταντάω

Ρήμα

καταντάω/καταντώ, πρτ.: καταντούσα/(κατάνταγα), αόρ.: κατάντησα/κατήντησα, μτχ.π.π.: καταντημένος (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (αμετάβατο)
    1. φτάνω σε μια κατάσταση άσχημη ή με αρνητικά χαρακτηρισικά
      καταντάει βαρετό
      Πώς κατάντησες έτσι, σ' αυτά τα χάλια;
      Από την απόγνωση κατήντησε να χάσει πολλά κιλά.
    2. καταλήγω σε μια κατάσταση που θίγει την αξιοπρέπειά μου
      κατάντησε αλκοολικός
       συνώνυμα: ξεπέφτω
    3. (ως απρόσωπο στα τρίτα πρόσωπα ενικού + να)  δείτε καταντάει
  2. (μεταβατικό) κάνω κάποιον / κάτι να οδηγηθεί σε άσχημη κατάσταση
    Πώς κατάφερες να καταντήσεις το σπίτι ρημάδι;

  • κατανταίνω, καταντιάζω, καταντεύω (σπανιότερα, λογοτεχνικά, ιδιωματικά)

Εκφράσεις

  • εδώ που καταντήσαμε

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις κατάντης, κατά και αντί

Κλίση

Και λόγιος αόριστος κατήντησα λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)


Ετυμολογία

καταντάω < κατ- + ἀντάω / ἀντῶ (βρίσκομαι απέναντι σε, συναντάω)
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: μεσαιωνικά ελληνικά: καταντῶ νέα ελληνικά: καταντώ, καταντάω

Ρήμα

καταντάω / καταντῶ

  1. φτάνω κάπου
  2. (ελληνιστική σημασία)
    1. φτάνω σε μια κατάσταση, φτάνω σε ένα συμπέρασμα
    2. (μεταβατικό) οδηγώ σε μία κατάσταση

Παράγωγα

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις κατά, ἀντάω και ἀντί

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.