κατάντημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κατάντημα | τα | καταντήματα |
| γενική | του | καταντήματος | των | καταντημάτων |
| αιτιατική | το | κατάντημα | τα | καταντήματα |
| κλητική | κατάντημα | καταντήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κατάντημα < μεσαιωνική ελληνική κατάντημα (παρόμοια σημασία) < ελληνιστική κοινή κατάντημα < αρχαία ελληνική καταντάω / καταντῶ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | κατάντημᾰ | τὰ | καταντήμᾰτᾰ | ||||
| γενική | τοῦ | καταντήμᾰτος | τῶν | καταντημᾰ́των | ||||
| δοτική | τῷ | καταντήμᾰτῐ | τοῖς | καταντήμᾰσῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸ | κατάντημᾰ | τὰ | καταντήμᾰτᾰ | ||||
| κλητική ὦ! | κατάντημᾰ | καταντήμᾰτᾰ | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καταντήμᾰτε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | καταντημᾰ́τοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- κατάντημα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
κατάντημα, -ατος ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- τέρμα, κατάληξη, αποτέλεσμα
- ※ 3ος/2ος πκε αιώνας ⌘ Παλαιὰ Διαθήκη κατά την μετάφραση των Εβδομήκοντα , Ψαλμοί του Δαυίδ, 18.7, @scaife.perseus
- ἀπ ἄκρου τοῦ οὐρανοῦ ἡ ἔξοδος αὐτοῦ, καὶ τὸ κατάντημα αὐτοῦ ἕως ἄκρου τοῦ οὐρανοῦ· καὶ οὐκ ἔστιν ὃς ἀποκρυβήσεται τὴν θέρμην αὐτοῦ.
- ※ 3ος/2ος πκε αιώνας ⌘ Παλαιὰ Διαθήκη κατά την μετάφραση των Εβδομήκοντα , Ψαλμοί του Δαυίδ, 18.7, @scaife.perseus
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη καταντάω
Πηγές
- κατάντημα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.