ανακατάκτηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανακατάκτηση | οι | ανακατακτήσεις |
| γενική | της | ανακατάκτησης* | των | ανακατακτήσεων |
| αιτιατική | την | ανακατάκτηση | τις | ανακατακτήσεις |
| κλητική | ανακατάκτηση | ανακατακτήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, ανακατακτήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανακατάκτηση < ανακατακτώ + -ση ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική reconquête)
Μεταφράσεις
ανακατάκτηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.