αυτοκατάκτηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αυτοκατάκτηση | οι | αυτοκατακτήσεις |
| γενική | της | αυτοκατάκτησης* | των | αυτοκατακτήσεων |
| αιτιατική | την | αυτοκατάκτηση | τις | αυτοκατακτήσεις |
| κλητική | αυτοκατάκτηση | αυτοκατακτήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αυτοκατακτήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- αυτοπλήρωση
- αυτοπραγμάτωση
- αυτοτελείωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.