κατακτητικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κατακτητικότητα | οι | κατακτητικότητες |
| γενική | της | κατακτητικότητας | των | κατακτητικοτήτων |
| αιτιατική | την | κατακτητικότητα | τις | κατακτητικότητες |
| κλητική | κατακτητικότητα | κατακτητικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κατακτητικότητα < κατακτητικός + -ότητα
Μεταφράσεις
κατακτητικότητα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.