κατακτώμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κατακτώμαι < παθητική φωνή του ρήματος κατακτώ < αρχαία ελληνική κατακτῶμαι

Ρήμα

κατακτώμαι (& κατακτιέμαι)

  1. με κατακτούν
    Η χώρα κατακτήθηκε
    Μπορούμε να πούμε ότι πλέον αυτός το τομέας έχει κατακτηθεί
    Με αυτό τον τρόπο κατακτάται νέα τεχνογνωσία
    Δεν χαρίζεται, αλλά κατακτιέται με κόπο, αγώνες και θυσίες
    δέκα πρωταθλήματα σε δέκα χρόνια δεν κατακτώνται εύκολα

Κλίση ενεστώτα

κατακτώμαι και κατακτιέμαι
κατακτάσαι και κατακτιέσαι
κατακτάται και κατακτιέται
κατακτώμεθα και κατακτιόμαστε
κατακτάσθε και κατακτιέστε
κατακτώνται και κατακτιούνται

Αρχικοί χρόνοι

Ενεστώτας κατακτώμαι και κατακτιέμαι
Παρατατικός κατακτιόμουν
Αόριστος κατακτήθηκα
Μέλλ. στ. και εξακ. θα κατακτηθώ θα κατακτιέμαι-κατακτώμαι
Παρακείμενος έχω κατακτηθεί -είμαι κατακτημένος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.