καρδιοκατακτητής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καρδιοκατακτητής οι καρδιοκατακτητές
      γενική του καρδιοκατακτητή των καρδιοκατακτητών
    αιτιατική τον καρδιοκατακτητή τους καρδιοκατακτητές
     κλητική καρδιοκατακτητή καρδιοκατακτητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καρδιοκατακτητής < καρδιά + -ο- + κατακτητής

Ουσιαστικό

καρδιοκατακτητής αρσενικό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.