υποκατάστημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υποκατάστημα τα υποκαταστήματα
      γενική του υποκαταστήματος των υποκαταστημάτων
    αιτιατική το υποκατάστημα τα υποκαταστήματα
     κλητική υποκατάστημα υποκαταστήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

υποκατάστημα < υπο- + κατάστημα

Προφορά

ΔΦΑ : /i.po.kaˈta.sti.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υποκατάστημα

Ουσιαστικό

υποκατάστημα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.