κατάστερος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κατάστερος | η | κατάστερη | το | κατάστερο |
| γενική | του | κατάστερου | της | κατάστερης | του | κατάστερου |
| αιτιατική | τον | κατάστερο | την | κατάστερη | το | κατάστερο |
| κλητική | κατάστερε | κατάστερη | κατάστερο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κατάστεροι | οι | κατάστερες | τα | κατάστερα |
| γενική | των | κατάστερων | των | κατάστερων | των | κατάστερων |
| αιτιατική | τους | κατάστερους | τις | κατάστερες | τα | κατάστερα |
| κλητική | κατάστεροι | κατάστερες | κατάστερα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κατάστερος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κατάστερος [1] < (κατά) κατ- + αρχαία ελληνική ἀστήρ
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaˈta.ste.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τά‐στε‐ρος
Συγγενικά
- καταστερίζω
- → δείτε τις λέξεις κατά και αστέρι
Μεταφράσεις
κατάστερος
|
|
Αναφορές
- κατάστερος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | κατάστερος | τὸ | κατάστερον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | καταστέρου | τοῦ | καταστέρου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | καταστέρῳ | τῷ | καταστέρῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | κατάστερον | τὸ | κατάστερον | ||
| κλητική ὦ! | κατάστερε | κατάστερον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | κατάστεροι | τὰ | κατάστερᾰ | ||
| γενική | τῶν | καταστέρων | τῶν | καταστέρων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | καταστέροις | τοῖς | καταστέροις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | καταστέρους | τὰ | κατάστερᾰ | ||
| κλητική ὦ! | κατάστεροι | κατάστερᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καταστέρω | τὼ | καταστέρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | καταστέροιν | τοῖν | καταστέροιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κατάστερος < (κατά) κατ- + αρχαία ελληνική ἀστήρ, ἀστερ- + -ος
Πηγές
- κατάστερος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.