καταστερίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καταστερίζω < ελληνιστική κοινή καταστερίζω < κατά + αρχαία ελληνική ἀστήρ
Συγγενικά
- κατάστερος
- → δείτε τις λέξεις κατά και αστέρι
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | καταστερίζω | καταστέριζα | θα καταστερίζω | να καταστερίζω | καταστερίζοντας | |
| β' ενικ. | καταστερίζεις | καταστέριζες | θα καταστερίζεις | να καταστερίζεις | καταστέριζε | |
| γ' ενικ. | καταστερίζει | καταστέριζε | θα καταστερίζει | να καταστερίζει | ||
| α' πληθ. | καταστερίζουμε | καταστερίζαμε | θα καταστερίζουμε | να καταστερίζουμε | ||
| β' πληθ. | καταστερίζετε | καταστερίζατε | θα καταστερίζετε | να καταστερίζετε | καταστερίζετε | |
| γ' πληθ. | καταστερίζουν(ε) | καταστέριζαν καταστερίζαν(ε) |
θα καταστερίζουν(ε) | να καταστερίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | καταστέρισα | θα καταστερίσω | να καταστερίσω | καταστερίσει | ||
| β' ενικ. | καταστέρισες | θα καταστερίσεις | να καταστερίσεις | καταστέρισε | ||
| γ' ενικ. | καταστέρισε | θα καταστερίσει | να καταστερίσει | |||
| α' πληθ. | καταστερίσαμε | θα καταστερίσουμε | να καταστερίσουμε | |||
| β' πληθ. | καταστερίσατε | θα καταστερίσετε | να καταστερίσετε | καταστερίστε | ||
| γ' πληθ. | καταστέρισαν καταστερίσαν(ε) |
θα καταστερίσουν(ε) | να καταστερίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω καταστερίσει | είχα καταστερίσει | θα έχω καταστερίσει | να έχω καταστερίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις καταστερίσει | είχες καταστερίσει | θα έχεις καταστερίσει | να έχεις καταστερίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει καταστερίσει | είχε καταστερίσει | θα έχει καταστερίσει | να έχει καταστερίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε καταστερίσει | είχαμε καταστερίσει | θα έχουμε καταστερίσει | να έχουμε καταστερίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε καταστερίσει | είχατε καταστερίσει | θα έχετε καταστερίσει | να έχετε καταστερίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν καταστερίσει | είχαν καταστερίσει | θα έχουν καταστερίσει | να έχουν καταστερίσει |
| |
Μεταφράσεις
καταστερίζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.