κατάπτυστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κατάπτυστος | η | κατάπτυστη | το | κατάπτυστο |
| γενική | του | κατάπτυστου | της | κατάπτυστης | του | κατάπτυστου |
| αιτιατική | τον | κατάπτυστο | την | κατάπτυστη | το | κατάπτυστο |
| κλητική | κατάπτυστε | κατάπτυστη | κατάπτυστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κατάπτυστοι | οι | κατάπτυστες | τα | κατάπτυστα |
| γενική | των | κατάπτυστων | των | κατάπτυστων | των | κατάπτυστων |
| αιτιατική | τους | κατάπτυστους | τις | κατάπτυστες | τα | κατάπτυστα |
| κλητική | κατάπτυστοι | κατάπτυστες | κατάπτυστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κατάπτυστος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κατάπτυστος
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaˈta.pti.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τά‐πτυ‐στος
Επίθετο
κατάπτυστος
Συγγενικά
- κατάπτυστα
- → δείτε τις λέξεις κατά και φτύνω
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ κατάπτυστος | τὸ κατάπτυστον | οἱ, αἱ κατάπτυστοι | τὰ κατάπτυστα |
| Γενική | τοῦ, τῆς καταπτύστου | τοῦ καταπτύστου | τῶν καταπτύστων | τῶν καταπτύστων |
| Δοτική | τῷ, τῇ καταπτύστῳ | τῷ καταπτύστῳ | τοῖς, ταῖς καταπτύστοις | τοῖς καταπτύστοις |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν κατάπτυστον | τὸ κατάπτυστον | τοὺς, τὰς καταπτύστους | τὰ κατάπτυστα |
| Κλητική | κατάπτυστε | κατάπτυστον | κατάπτυστοι | κατάπτυστα |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | καταπτύστω | |||
| Γενική-Δοτική | καταπτύστοιν | |||
Επίθετο
κατάπτυστος, -ος, -ον
- κατάπτυστος
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Δημοσθένης, Περὶ τοῦ στεφάνου (Ὑπὲρ Κτησιφῶντος), 43
- οἱ μὲν κατάπτυστοι Θετταλοὶ καὶ ἀναίσθητοι Θηβαῖοι φίλον, εὐεργέτην, σωτῆρα τὸν Φίλιππον ἡγοῦντο·
- Οι κατάπτυστοι Θεσσαλοί και οι αναίσθητοι Θηβαίοι θεωρούσαν τον Φίλιππο φίλο, ευεργέτη και σωτήρα τους·
- Μετάφραση (2012): Α.Ι. Γιαγκόπουλος, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- οἱ μὲν κατάπτυστοι Θετταλοὶ καὶ ἀναίσθητοι Θηβαῖοι φίλον, εὐεργέτην, σωτῆρα τὸν Φίλιππον ἡγοῦντο·
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Δημοσθένης, Περὶ τοῦ στεφάνου (Ὑπὲρ Κτησιφῶντος), 43
Πηγές
- κατάπτυστος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κατάπτυστος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.