σιχαμερός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σιχαμερός η σιχαμερή το σιχαμερό
      γενική του σιχαμερού της σιχαμερής του σιχαμερού
    αιτιατική τον σιχαμερό τη σιχαμερή το σιχαμερό
     κλητική σιχαμερέ σιχαμερή σιχαμερό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σιχαμεροί οι σιχαμερές τα σιχαμερά
      γενική των σιχαμερών των σιχαμερών των σιχαμερών
    αιτιατική τους σιχαμερούς τις σιχαμερές τα σιχαμερά
     κλητική σιχαμεροί σιχαμερές σιχαμερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σιχαμερός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

σιχαμερός, -ή, -ό

  1. που προκαλεί αποστροφή, από αισθητική ή ηθική άποψη
    ένας σιχαμερός απόπατος
    ένας σιχαμερός και γλοιώδης κόλακας

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.