φτύνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φτύνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φτύνω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πτύω με τροπή [pt] > [ft] και μεταπλασμό + -νω[1]
- Δε σχετίζεται το πτύον (φτυάρι).
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈfti.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φτύ‐νω
- τονικό παρώνυμο: φτηνό
Ρήμα
φτύνω, αόρ.: έφτυσα, παθ.φωνή: φτύνομαι, π.αόρ.: φτύστηκα, μτχ.π.π.: φτυσμένος
- εκτοξεύω σάλιο από το στόμα μου
- βγάζω από το στόμα μου με δύναμη κάτι (συνήθως ενοχλητικό), π.χ. τροφή ή φλέμα κ.λπ.
- (μεταφορικά) εκτοξεύω
- (μεταφορικά) δείχνω μεγάλη περιφρόνηση
- (μεταφορικά) αποφεύγω το μάτιασμα (και στην παθητική φωνή)
- ↪ φτύσ' το μην το ματιάσεις, τόσο όμορφο μωρό!
- ↪ φτύνομαι, μην τυχόν και με ματιάσεις
Εκφράσεις
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | φτύνω | έφτυνα | θα φτύνω | να φτύνω | φτύνοντας | |
| β' ενικ. | φτύνεις | έφτυνες | θα φτύνεις | να φτύνεις | φτύνε | |
| γ' ενικ. | φτύνει | έφτυνε | θα φτύνει | να φτύνει | ||
| α' πληθ. | φτύνουμε | φτύναμε | θα φτύνουμε | να φτύνουμε | ||
| β' πληθ. | φτύνετε | φτύνατε | θα φτύνετε | να φτύνετε | φτύνετε | |
| γ' πληθ. | φτύνουν(ε) | έφτυναν φτύναν(ε) |
θα φτύνουν(ε) | να φτύνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | έφτυσα | θα φτύσω | να φτύσω | φτύσει | ||
| β' ενικ. | έφτυσες | θα φτύσεις | να φτύσεις | φτύσε | ||
| γ' ενικ. | έφτυσε | θα φτύσει | να φτύσει | |||
| α' πληθ. | φτύσαμε | θα φτύσουμε | να φτύσουμε | |||
| β' πληθ. | φτύσατε | θα φτύσετε | να φτύσετε | φτύστε | ||
| γ' πληθ. | έφτυσαν φτύσαν(ε) |
θα φτύσουν(ε) | να φτύσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω φτύσει | είχα φτύσει | θα έχω φτύσει | να έχω φτύσει | ||
| β' ενικ. | έχεις φτύσει | είχες φτύσει | θα έχεις φτύσει | να έχεις φτύσει | έχε φτυσμένο | |
| γ' ενικ. | έχει φτύσει | είχε φτύσει | θα έχει φτύσει | να έχει φτύσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε φτύσει | είχαμε φτύσει | θα έχουμε φτύσει | να έχουμε φτύσει | ||
| β' πληθ. | έχετε φτύσει | είχατε φτύσει | θα έχετε φτύσει | να έχετε φτύσει | έχετε φτυσμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν φτύσει | είχαν φτύσει | θα έχουν φτύσει | να έχουν φτύσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) φτυσμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) φτυσμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) φτυσμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) φτυσμένο | |||||
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | φτύνομαι | φτυνόμουν(α) | θα φτύνομαι | να φτύνομαι | ||
| β' ενικ. | φτύνεσαι | φτυνόσουν(α) | θα φτύνεσαι | να φτύνεσαι | ||
| γ' ενικ. | φτύνεται | φτυνόταν(ε) | θα φτύνεται | να φτύνεται | ||
| α' πληθ. | φτυνόμαστε | φτυνόμαστε φτυνόμασταν |
θα φτυνόμαστε | να φτυνόμαστε | ||
| β' πληθ. | φτύνεστε | φτυνόσαστε φτυνόσασταν |
θα φτύνεστε | να φτύνεστε | (φτύνεστε) | |
| γ' πληθ. | φτύνονται | φτύνονταν φτυνόντουσαν |
θα φτύνονται | να φτύνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | φτύστηκα | θα φτυστώ | να φτυστώ | φτυστεί | ||
| β' ενικ. | φτύστηκες | θα φτυστείς | να φτυστείς | φτύσου | ||
| γ' ενικ. | φτύστηκε | θα φτυστεί | να φτυστεί | |||
| α' πληθ. | φτυστήκαμε | θα φτυστούμε | να φτυστούμε | |||
| β' πληθ. | φτυστήκατε | θα φτυστείτε | να φτυστείτε | φτυστείτε | ||
| γ' πληθ. | φτύστηκαν φτυστήκαν(ε) |
θα φτυστούν(ε) | να φτυστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω φτυστεί | είχα φτυστεί | θα έχω φτυστεί | να έχω φτυστεί | φτυσμένος | |
| β' ενικ. | έχεις φτυστεί | είχες φτυστεί | θα έχεις φτυστεί | να έχεις φτυστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει φτυστεί | είχε φτυστεί | θα έχει φτυστεί | να έχει φτυστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε φτυστεί | είχαμε φτυστεί | θα έχουμε φτυστεί | να έχουμε φτυστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε φτυστεί | είχατε φτυστεί | θα έχετε φτυστεί | να έχετε φτυστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν φτυστεί | είχαν φτυστεί | θα έχουν φτυστεί | να έχουν φτυστεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι φτυσμένος - είμαστε, είστε, είναι φτυσμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν φτυσμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν φτυσμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι φτυσμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι φτυσμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι φτυσμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι φτυσμένοι | |||||
Αναφορές
- φτύνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.