πτύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πτύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πτύω. Συγκρίνετε με το φτύνω. Δε σχετίζεται το πτύον (φτυάρι).

Ρήμα

πτύω

Αντώνυμα

Συγγενικά

θέμα με πτ- από το πτύω

θέμα με φτ-  δείτε τη λέξη φτύνω

Κλίση

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

πτύω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)ptyew-

Ρήμα

πτύω (παθητική φωνή:πτύομαι)

  1. φτύνω
  2. εκβράζω, απορρίπτω
      <Πτῦον>: Παρὰ τὸ πτύω, τὸ ἀποπτῦον καὶ ἀπορρίπτον τῶν καρπῶν τὰ ἄχυρα. Τὸ δὲ <πτύω> σημαίνει τὸ ἀπορρίπτειν καὶ ἐκβάλλειν· ἔνθεν καὶ τὸ <ἀποπτύω>.
    ΕΜ.695, 10–13 - Μέγα Ετυμολογικόν (Etymologicum Μagnum) (1816) Λειψία: Lipsiae Apud J.A.G. Weigel. @archive.org
  3. αφρίζω
  4. σκορπίζω
  5. εγκαταλείπω

Εκφράσεις

  • εἰς κόλπον πτύειν (φτύσ' τον κόρφο σου για αποτροπή βασκανίας, ματιάσματος)

Κλίση

  • Μεσοπαθητικοί τύποι λείπει η κλίση

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.