κατάξερος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατάξερος η κατάξερη το κατάξερο
      γενική του κατάξερου της κατάξερης του κατάξερου
    αιτιατική τον κατάξερο την κατάξερη το κατάξερο
     κλητική κατάξερε κατάξερη κατάξερο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατάξεροι οι κατάξερες τα κατάξερα
      γενική των κατάξερων των κατάξερων των κατάξερων
    αιτιατική τους κατάξερους τις κατάξερες τα κατάξερα
     κλητική κατάξεροι κατάξερες κατάξερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κατάξερος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κατάξηρος με τροπή [ir] > [er] [1] < κατά- + ξηρός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kseros

Προφορά

ΔΦΑ : /kaˈta.kse.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κατάξερος

Επίθετο

κατάξερος, -η, -ο

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις κατά και ξερός

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.